φωτερό

φωτερό
moon

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που φωτίζεται καλά, πολύ φωτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτερό φεγγίτης 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωτερά ειρων. τα μάτια («άνοιξε τα φωτερά σου επιτέλους!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, σκι ερός)] …   Dictionary of Greek

  • φεγγίτης — ο 1. άνοιγμα κυκλικό ή ορθογώνιο ή ελλειψοειδές, συνήθως τζαμωτό, στη στέγη ή στο επάνω μέρος τοίχου, για να φωτίζονται και να αερίζονται βοηθητικοί χώροι οικοδομής, ο φωταγωγός, το φωτερό. 2. το πάνω από τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες τζαμωτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωταγωγός — ο άνοιγμα σε τοίχο, φωτερό, φεγγίτης ή κενός χώρος στο εσωτερικό οικοδομής για το φωτισμό των εσωτερικών διαμερισμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτερός — ή, ό 1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτεινός: Φωτερά σκοτάδια (Γ. Δροσίνης). 2. το ουδ. εν. ως ουσ., φωτερό ο φεγγίτης (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτερά τα μάτια, οι οφθαλμοί (σε φράση ειρωνική ή κατάρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”